- εισχώρηση
- ηη είσδυση, η είσοδος, το μπάσιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εισχώρηση — η είσοδος, εισροή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εισχώρησις μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό ασκήσεων πεζικού] … Dictionary of Greek
πολυσπερμία — Εισχώρηση περισσότερων από ένα σπερματοζωαρίων μέσα στο ώριμο ωάριο (αλλιώς υπεργονιμοποίηση). Κανονικά, το ώριμο ωάριο γονιμοποιείται με την είσοδο στο εσωτερικό του ενός μόνο σπερματοζωαρίου. Το γονιμοποιημένο ωό περιβάλλεται αμέσως από μια… … Dictionary of Greek
φραγμός — ο 1. φράχτης, φράγμα, διάφραγμα, διαχώρισμα. 2. μτφ., καθετί που αναχαιτίζει, παρεμποδίζει, το εμπόδιο, το κώλυμα, το πρόσκομμα: Είναι αδίσταχτος, δεν έχει κανένα φραγμό στα σχέδιά του. 3. η οδοντοστοιχία: Άμα τα πει και το φραγμό περάσουν των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένδυση — η (AM ἔνδυσις) αμφίεση, ντύσιμο («ἐνδύσεως ἱματίων», ΚΔ) αρχ. μσν. ένδυμα, εξωτερική περιβολή αρχ. είσοδος, εισχώρηση («ὀδύνη δὲ ἀπό τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένη ἔοικεν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
διάδυση — η (Α διάδυσις) [διαδύω] 1. η δίοδος, η διάβαση μέσα από τρύπα ή άνοιγμα 2. η εισχώρηση … Dictionary of Greek
ερπηδών — ἑρπηδών, ἡ (Α) 1. το να έρπει κάποιος, το σύρσιμο 2. μτφ. επίθεση, προσβολή, εισχώρηση («τὴν τῆς ἡδονῆς ἑρπηδόνα», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρπω + ηδών πρβλ. αλ γηδών] … Dictionary of Greek
παρένδυσις — ύσεως, ἡ, Α [παρενδύομαι] λαθραία εισβολή, κρυφή εισχώρηση … Dictionary of Greek
παραβίαση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραβιάζω, η με βίαιο τρόπο εισχώρηση ή διέλευση από κάπου 2. διάνοιξη κλειστού χώρου ή αντικειμένου με τη βία, διάρρηξη («παραβίαση τού χρηματοκιβωτίου») 3. (σχετικά με νόμο, καθιερωμένη τάξη, δίκαιο, έθιμο … Dictionary of Greek
περμεάση — η, Ν (βιοχ.) ένζυμο τών βακτηρίων και τών πρωτίστων που εξασφαλίζει την άντληση μικρομοριακών ουσιών οι οποίες βρίσκονται κοντά στο κύτταρο, καθώς και την εισχώρησή τους σ αυτό … Dictionary of Greek
σουφισμός — Ο ισλαμισμός «μυστικισμός» (από την αραβική λέξη σουφ=μαλλί), επειδή οι πρώτοι μουσουλμάνοι ασκητές φορούσαν ενδυμασία από χοντρό μάλλινο ύφασμα). Το σημαντικότερο κέντρο των ισλαμικών ασκητομυστικιστικών τάσεων υπήρξε το Ιράκ και ιδιαίτερα η… … Dictionary of Greek